- αλεξίβροχος
- -η, -ο1. αυτός που προφυλάσσει από τη βροχή, που δεν τόν διαπερνά η βροχή, ο αδιάβροχος2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλεξίβροχοτο αλεξιβρόχιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι-* (< ἀλέξω) + βροχή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.